Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρόχος
βρόχω
βροχωτός
βρυάζω
βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίκτης
βρυασμός
βρύγδην
βρυγκός
βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
βρυλλιχίζειν
βρύλλω
βρῦν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
βρυόομαι
View word page
βρύγμα
a bite, gnawing

ShortDef

a bite, gnawing

Debugging

Headword:
βρύγμα
Headword (normalized):
βρύγμα
Headword (normalized/stripped):
βρυγμα
IDX:
18123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18124
Key:

Data

{'content': 'a bite, gnawing'}