Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βροχμώδης
βρόχος
βρόχω
βροχωτός
βρυάζω
βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίκτης
βρυασμός
βρύγδην
βρυγκός
βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
βρυλλιχίζειν
βρύλλω
βρῦν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
View word page
βρυγκός
female mask
ShortDef
female mask
Debugging
Headword:
βρυγκός
Headword (normalized):
βρυγκός
Headword (normalized/stripped):
βρυγκος
IDX:
18122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18123
Key:
Data
{'content': 'female mask'}