Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρόχθος
βροχθώδης
βροχίζω
βροχικός
βρόχιον
βροχίς
βροχμώδης
βρόχος
βρόχω
βροχωτός
βρυάζω
βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίκτης
βρυασμός
βρύγδην
βρυγκός
βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
View word page
βρυάζω
swell, teem
ShortDef
swell, teem
Debugging
Headword:
βρυάζω
Headword (normalized):
βρυάζω
Headword (normalized/stripped):
βρυαζω
IDX:
18116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18117
Key:
Data
{'content': 'swell, teem'}