Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βροτόω
βροτωφελής
βροῦκος
Βρούτειοι
Βροῦτος
βροχετός
βροχή
βροχθίζω
βρόχθος
βροχθώδης
βροχίζω
βροχικός
βρόχιον
βροχίς
βροχμώδης
βρόχος
βρόχω
βροχωτός
βρυάζω
βρυάκτης
βρυαλιγμός
View word page
βροχίζω
hang, strangle
ShortDef
hang, strangle
Debugging
Headword:
βροχίζω
Headword (normalized):
βροχίζω
Headword (normalized/stripped):
βροχιζω
IDX:
18108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18109
Key:
Data
{'content': 'hang, strangle'}