Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροτοφεγγής
βροτόφηλος
βροτοφθόρος
βροτόω
βροτωφελής
βροῦκος
Βρούτειοι
Βροῦτος
βροχετός
βροχή
βροχθίζω
βρόχθος
βροχθώδης
βροχίζω
βροχικός
βρόχιον
βροχίς
βροχμώδης
βρόχος
βρόχω
βροχωτός
View word page
βροχθίζω
take a mouthful

ShortDef

take a mouthful

Debugging

Headword:
βροχθίζω
Headword (normalized):
βροχθίζω
Headword (normalized/stripped):
βροχθιζω
IDX:
18105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18106
Key:

Data

{'content': 'take a mouthful'}