Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοσσόος
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτόφηλος
βροτοφθόρος
βροτόω
βροτωφελής
βροῦκος
Βρούτειοι
Βροῦτος
βροχετός
βροχή
βροχθίζω
βρόχθος
βροχθώδης
βροχίζω
βροχικός
View word page
βροτωφελής
helpful to men

ShortDef

helpful to men

Debugging

Headword:
βροτωφελής
Headword (normalized):
βροτωφελής
Headword (normalized/stripped):
βροτωφελης
IDX:
18099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18100
Key:

Data

{'content': 'helpful to men'}