Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἀβύρσευτος
ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
ἀγαθείκελος
ἀγάθεος
ἀγαθίς
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
View word page
ἄγα
[Dor. > ἄγη]
ShortDef
[Dor. > ἄγη]
Debugging
Headword:
ἄγα
Headword (normalized):
ἄγα
Headword (normalized/stripped):
αγα
IDX:
180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-181
Key:
Data
{'content': '[Dor. > ἄγη]'}