Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοσσόος
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτόφηλος
βροτοφθόρος
βροτόω
βροτωφελής
βροῦκος
Βρούτειοι
Βροῦτος
βροχετός
βροχή
βροχθίζω
βρόχθος
βροχθώδης
βροχίζω
View word page
βροτόω
made gory
ShortDef
made gory
Debugging
Headword:
βροτόω
Headword (normalized):
βροτόω
Headword (normalized/stripped):
βροτοω
IDX:
18098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18099
Key:
Data
{'content': 'made gory'}