Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοσσόος
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτόφηλος
βροτοφθόρος
βροτόω
βροτωφελής
βροῦκος
Βρούτειοι
Βροῦτος
βροχετός
View word page
βροτοσσόος
man-saving

ShortDef

man-saving

Debugging

Headword:
βροτοσσόος
Headword (normalized):
βροτοσσόος
Headword (normalized/stripped):
βροτοσσοος
IDX:
18093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18094
Key:

Data

{'content': 'man-saving'}