Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοσσόος
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτόφηλος
βροτοφθόρος
βροτόω
βροτωφελής
βροῦκος
View word page
βροτός
a mortal man

ShortDef

a mortal man

Debugging

Headword:
βροτός
Headword (normalized):
βροτός
Headword (normalized/stripped):
βροτος
IDX:
18090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18091
Key:

Data

{'content': 'a mortal man'}