Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοσσόος
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
View word page
βροτοκτονέω
to murder men
ShortDef
to murder men
Debugging
Headword:
βροτοκτονέω
Headword (normalized):
βροτοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
βροτοκτονεω
IDX:
18085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18086
Key:
Data
{'content': 'to murder men'}