Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοσσόος
View word page
βροτοκέρτης
man-shaver
ShortDef
man-shaver
Debugging
Headword:
βροτοκέρτης
Headword (normalized):
βροτοκέρτης
Headword (normalized/stripped):
βροτοκερτης
IDX:
18083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18084
Key:
Data
{'content': 'man-shaver'}