Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
View word page
βροτόεις
gory, blood-boltered

ShortDef

gory, blood-boltered

Debugging

Headword:
βροτόεις
Headword (normalized):
βροτόεις
Headword (normalized/stripped):
βροτοεις
IDX:
18082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18083
Key:

Data

{'content': 'gory, blood-boltered'}