Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
View word page
βροτόγηρυς
with human voice

ShortDef

with human voice

Debugging

Headword:
βροτόγηρυς
Headword (normalized):
βροτόγηρυς
Headword (normalized/stripped):
βροτογηρυς
IDX:
18080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18081
Key:

Data

{'content': 'with human voice'}