Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρόντημα
Βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
View word page
βροτοβάμων
trampling on men

ShortDef

trampling on men

Debugging

Headword:
βροτοβάμων
Headword (normalized):
βροτοβάμων
Headword (normalized/stripped):
βροτοβαμων
IDX:
18079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18080
Key:

Data

{'content': 'trampling on men'}