Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροντή
βρόντημα
Βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
View word page
βρότειος
mortal, human, of mortal mould

ShortDef

mortal, human, of mortal mould

Debugging

Headword:
βρότειος
Headword (normalized):
βρότειος
Headword (normalized/stripped):
βροτειος
IDX:
18078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18079
Key:

Data

{'content': 'mortal, human, of mortal mould'}