Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βροντά
βρονταγωγός
βρονταῖος
βροντάω
βροντεῖον
βροντή
βρόντημα
Βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
View word page
βροντητικός
thundering

ShortDef

thundering

Debugging

Headword:
βροντητικός
Headword (normalized):
βροντητικός
Headword (normalized/stripped):
βροντητικος
IDX:
18073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18074
Key:

Data

{'content': 'thundering'}