Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
βρόκων
βρομέω
βρομιάς
Βρόμιος
βρόμιος
βρόμος
βρόμος2
βροντά
βρονταγωγός
βρονταῖος
βροντάω
βροντεῖον
βροντή
βρόντημα
Βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
View word page
βροντά
thunder(bolt)

ShortDef

thunder(bolt)

Debugging

Headword:
βροντά
Headword (normalized):
βροντά
Headword (normalized/stripped):
βροντα
IDX:
18063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18064
Key:

Data

{'content': 'thunder(bolt)'}