Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρογχιάζω
βρογχοκήλη
βρογχοκηλικός
βρογχοπαράταξις
βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
βρόκων
βρομέω
βρομιάς
Βρόμιος
βρόμιος
βρόμος
βρόμος2
βροντά
βρονταγωγός
βρονταῖος
βροντάω
βροντεῖον
βροντή
βρόντημα
View word page
Βρόμιος
Bacchic

ShortDef

Bacchic
sounding, boisterous

Debugging

Headword:
Βρόμιος
Headword (normalized):
βρόμιος
Headword (normalized/stripped):
βρομιος
IDX:
18059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18060
Key:

Data

{'content': 'Bacchic'}