Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρόγχια
βρογχία
βρογχιάζω
βρογχοκήλη
βρογχοκηλικός
βρογχοπαράταξις
βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
βρόκων
βρομέω
βρομιάς
Βρόμιος
βρόμιος
βρόμος
βρόμος2
βροντά
βρονταγωγός
βρονταῖος
βροντάω
βροντεῖον
View word page
βρομέω
to buzz
ShortDef
to buzz
Debugging
Headword:
βρομέω
Headword (normalized):
βρομέω
Headword (normalized/stripped):
βρομεω
IDX:
18057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18058
Key:
Data
{'content': 'to buzz'}