Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρογχεῖον
βρόγχια
βρογχία
βρογχιάζω
βρογχοκήλη
βρογχοκηλικός
βρογχοπαράταξις
βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
βρόκων
βρομέω
βρομιάς
Βρόμιος
βρόμιος
βρόμος
βρόμος2
βροντά
βρονταγωγός
βρονταῖος
βροντάω
View word page
βρόκων
boorish person
ShortDef
boorish person
Debugging
Headword:
βρόκων
Headword (normalized):
βρόκων
Headword (normalized/stripped):
βροκων
IDX:
18056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18057
Key:
Data
{'content': 'boorish person'}