Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
βρισαύχην
Βρισεύς
Βρισηΐς
βρισόμαχος
Βριτόμαρτις
βρογχεῖον
βρόγχια
View word page
βριμώδης
grim, stern
ShortDef
grim, stern
Debugging
Headword:
βριμώδης
Headword (normalized):
βριμώδης
Headword (normalized/stripped):
βριμωδης
IDX:
18037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18038
Key:
Data
{'content': 'grim, stern'}