Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
βρισαύχην
Βρισεύς
Βρισηΐς
βρισόμαχος
View word page
βρίμη
strength, bulk

ShortDef

strength, bulk

Debugging

Headword:
βρίμη
Headword (normalized):
βρίμη
Headword (normalized/stripped):
βριμη
IDX:
18034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18035
Key:

Data

{'content': 'strength, bulk'}