Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
βρισαύχην
Βρισεύς
Βρισηΐς
View word page
βριμάομαι
to snort with anger, to be indignant
ShortDef
to snort with anger, to be indignant
Debugging
Headword:
βριμάομαι
Headword (normalized):
βριμάομαι
Headword (normalized/stripped):
βριμαομαι
IDX:
18033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18034
Key:
Data
{'content': 'to snort with anger, to be indignant'}