Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
View word page
βρίκελος
tragic mask

ShortDef

tragic mask

Debugging

Headword:
βρίκελος
Headword (normalized):
βρίκελος
Headword (normalized/stripped):
βρικελος
IDX:
18030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18031
Key:

Data

{'content': 'tragic mask'}