Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
View word page
βρίθω
to be heavy

ShortDef

to be heavy

Debugging

Headword:
βρίθω
Headword (normalized):
βρίθω
Headword (normalized/stripped):
βριθω
IDX:
18029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18030
Key:

Data

{'content': 'to be heavy'}