Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
βριμώδης
View word page
βριθύνοος
grave-minded, thoughtful

ShortDef

grave-minded, thoughtful

Debugging

Headword:
βριθύνοος
Headword (normalized):
βριθύνοος
Headword (normalized/stripped):
βριθυνοος
IDX:
18027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18028
Key:

Data

{'content': 'grave-minded, thoughtful'}