Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
βριμάομαι
βρίμη
βριμόομαι
βριμώ
View word page
βριθύκερως
with heavy horns

ShortDef

with heavy horns

Debugging

Headword:
βριθύκερως
Headword (normalized):
βριθύκερως
Headword (normalized/stripped):
βριθυκερως
IDX:
18026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18027
Key:

Data

{'content': 'with heavy horns'}