Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίσματα
βριμάζω
View word page
βρίζω
to be sleepy, to slumber, nod
ShortDef
to be sleepy, to slumber, nod
Debugging
Headword:
βρίζω
Headword (normalized):
βρίζω
Headword (normalized/stripped):
βριζω
IDX:
18022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18023
Key:
Data
{'content': 'to be sleepy, to slumber, nod'}