Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
View word page
βριγχός
pungent

ShortDef

pungent

Debugging

Headword:
βριγχός
Headword (normalized):
βριγχός
Headword (normalized/stripped):
βριγχος
IDX:
18020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18021
Key:

Data

{'content': 'pungent'}