Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
View word page
βριάω
to make strong and mighty

ShortDef

to make strong and mighty

Debugging

Headword:
βριάω
Headword (normalized):
βριάω
Headword (normalized/stripped):
βριαω
IDX:
18018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18019
Key:

Data

{'content': 'to make strong and mighty'}