Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
View word page
βριαρόχειρ
strong-handed

ShortDef

strong-handed

Debugging

Headword:
βριαρόχειρ
Headword (normalized):
βριαρόχειρ
Headword (normalized/stripped):
βριαροχειρ
IDX:
18017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18018
Key:

Data

{'content': 'strong-handed'}