Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
View word page
βριαρότης
strength, might

ShortDef

strength, might

Debugging

Headword:
βριαρότης
Headword (normalized):
βριαρότης
Headword (normalized/stripped):
βριαροτης
IDX:
18016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18017
Key:

Data

{'content': 'strength, might'}