Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
βρίζω
View word page
βρήσσω
bleat
ShortDef
bleat
Debugging
Headword:
βρήσσω
Headword (normalized):
βρήσσω
Headword (normalized/stripped):
βρησσω
IDX:
18012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18013
Key:
Data
{'content': 'bleat'}