Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκος
βριγχός
βρίζα
View word page
βρέχω
to be wetted, get wet

ShortDef

to be wetted, get wet

Debugging

Headword:
βρέχω
Headword (normalized):
βρέχω
Headword (normalized/stripped):
βρεχω
IDX:
18011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18012
Key:

Data

{'content': 'to be wetted, get wet'}