Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
View word page
βρεφόω
form into a foetus, engender
ShortDef
form into a foetus, engender
Debugging
Headword:
βρεφόω
Headword (normalized):
βρεφόω
Headword (normalized/stripped):
βρεφοω
IDX:
18008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18009
Key:
Data
{'content': 'form into a foetus, engender'}