Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
βρία
View word page
βρεφόθεν
from a child

ShortDef

from a child

Debugging

Headword:
βρεφόθεν
Headword (normalized):
βρεφόθεν
Headword (normalized/stripped):
βρεφοθεν
IDX:
18003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18004
Key:

Data

{'content': 'from a child'}