Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
βρήσσω
View word page
βρεφικός
infantile
ShortDef
infantile
Debugging
Headword:
βρεφικός
Headword (normalized):
βρεφικός
Headword (normalized/stripped):
βρεφικος
IDX:
18002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18003
Key:
Data
{'content': 'infantile'}