Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφώδης
βρεχμός
βρέχω
View word page
Βρέττιος
Bruttian; barbarous

ShortDef

Bruttian; barbarous

Debugging

Headword:
Βρέττιος
Headword (normalized):
βρέττιος
Headword (normalized/stripped):
βρεττιος
IDX:
18001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18002
Key:

Data

{'content': 'Bruttian; barbarous'}