Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
βρέμω
βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
View word page
βρέντιον
stag's head
ShortDef
stag's head
Debugging
Headword:
βρέντιον
Headword (normalized):
βρέντιον
Headword (normalized/stripped):
βρεντιον
IDX:
17996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17997
Key:
Data
{'content': "stag's head"}