Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρέβιον
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
βρέμω
βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
View word page
Βρεντέσιον
Brundisium, Brindisi

ShortDef

Brundisium, Brindisi

Debugging

Headword:
Βρεντέσιον
Headword (normalized):
βρεντέσιον
Headword (normalized/stripped):
βρεντεσιον
IDX:
17995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17996
Key:

Data

{'content': 'Brundisium, Brindisi'}