Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βράχω
βρέβιον
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
βρέμω
βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
Βρέττιος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
View word page
βρένθυς
perfume of βρένθειον μύρον
ShortDef
perfume of βρένθειον μύρον
Debugging
Headword:
βρένθυς
Headword (normalized):
βρένθυς
Headword (normalized/stripped):
βρενθυς
IDX:
17994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17995
Key:
Data
{'content': 'perfume of βρένθειον μύρον'}