Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βράχω
βρέβιον
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
βρέμω
βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
Βρεττανοί
View word page
βρέμω
to roar
ShortDef
to roar
Debugging
Headword:
βρέμω
Headword (normalized):
βρέμω
Headword (normalized/stripped):
βρεμω
IDX:
17990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17991
Key:
Data
{'content': 'to roar'}