Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχύφυλλος
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βράχω
βρέβιον
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
βρέμω
βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
Βρεντέσιον
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
View word page
βρεκτός
soaked

ShortDef

soaked

Debugging

Headword:
βρεκτός
Headword (normalized):
βρεκτός
Headword (normalized/stripped):
βρεκτος
IDX:
17989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17990
Key:

Data

{'content': 'soaked'}