Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχύτομος
βραχυτονέω
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχύϋπνος
βραχυφεγγίτης
βραχύφυλλος
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βράχω
βρέβιον
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
βρέμω
βρένθειος
βρένθος
βρενθύομαι
View word page
βραχύωτος
with short handles

ShortDef

with short handles

Debugging

Headword:
βραχύωτος
Headword (normalized):
βραχύωτος
Headword (normalized/stripped):
βραχυωτος
IDX:
17983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17984
Key:

Data

{'content': 'with short handles'}