Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχυσώματος
βραχυτελής
βραχύτης
βραχυτομέω
βραχύτομος
βραχυτονέω
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχύϋπνος
βραχυφεγγίτης
βραχύφυλλος
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βράχω
βρέβιον
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρεκτέον
βρεκτός
View word page
βραχύφυλλος
with few leaves

ShortDef

with few leaves

Debugging

Headword:
βραχύφυλλος
Headword (normalized):
βραχύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
βραχυφυλλος
IDX:
17979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17980
Key:

Data

{'content': 'with few leaves'}