Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραχυστομία
βραχύστομος
βραχυσυλλαβία
βραχυσύλλαβος
βραχυσύμβολος
βραχυσώματος
βραχυτελής
βραχύτης
βραχυτομέω
βραχύτομος
βραχυτονέω
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχύϋπνος
βραχυφεγγίτης
βραχύφυλλος
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βράχω
View word page
βραχυτονέω
have a short
ShortDef
have a short
Debugging
Headword:
βραχυτονέω
Headword (normalized):
βραχυτονέω
Headword (normalized/stripped):
βραχυτονεω
IDX:
17974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17975
Key:
Data
{'content': 'have a short'}