Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχύπορος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βραχύπτολις
βραχυρρεπής
βραχυρρήμων
βραχυρριζία
βραχύρριζος
βραχύς
βραχύσημος
βραχυσίδαρος
View word page
βραχυπότης
one that drinks little

ShortDef

one that drinks little

Debugging

Headword:
βραχυπότης
Headword (normalized):
βραχυπότης
Headword (normalized/stripped):
βραχυποτης
IDX:
17948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17949
Key:

Data

{'content': 'one that drinks little'}