Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχύπορος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βραχύπτολις
βραχυρρεπής
βραχυρρήμων
βραχυρριζία
βραχύρριζος
βραχύς
βραχύσημος
View word page
βραχύπορος
with a short passage

ShortDef

with a short passage

Debugging

Headword:
βραχύπορος
Headword (normalized):
βραχύπορος
Headword (normalized/stripped):
βραχυπορος
IDX:
17947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17948
Key:

Data

{'content': 'with a short passage'}