Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχυλογητέον
βραχυλογία
βραχύλογος
βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχύπορος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βραχύπτολις
βραχυρρεπής
βραχυρρήμων
βραχυρριζία
View word page
βραχυπνοέω
to be short of breath

ShortDef

to be short of breath

Debugging

Headword:
βραχυπνοέω
Headword (normalized):
βραχυπνοέω
Headword (normalized/stripped):
βραχυπνοεω
IDX:
17944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17945
Key:

Data

{'content': 'to be short of breath'}